- ξηρόβηξ
- ξηρό-βηξ, βηχος, ὁ,A dry cough, Cass.Fel.34(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξηρόβηξ — ξηρόβηξ, ὁ (Α) βήχας χωρίς φλέγματα, χωρίς αποχρέμψεις, ξερόβηχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βήξ «βήχας»] … Dictionary of Greek